χαζίρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαζίρι τα χαζίρια
      γενική
    αιτιατική το χαζίρι τα χαζίρια
     κλητική χαζίρι χαζίρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαζίρι < οθωμανική τουρκική hazır < αραβική حاضر (hādir, "έτοιμος")

Ουσιαστικό

χαζίρι ουδέτερο

Παράγωγα

  • χαζίρικος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.