χαζίρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαζίρι | τα | χαζίρια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | χαζίρι | τα | χαζίρια |
| κλητική | χαζίρι | χαζίρια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαζίρι < οθωμανική τουρκική hazır < αραβική حاضر (hādir, "έτοιμος")
Ουσιαστικό
χαζίρι ουδέτερο
- (διάλεκτος, παρωχημένο): έτοιμος
- ※ Ήρθε ο κομαντάντης της πιάτζας στελμένος από τον φρούραρχον να γένω χαζίρι σε δυο ώρες να φύγωμεν (Ιωάννης Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, 1829-1850)
Παράγωγα
- χαζίρικος
Μεταφράσεις
χαζίρι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.