χέρι χέρι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επανάληψη της λέξης χέρι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈçe.ɾi ˈçe.ɾi/

Έκφραση

χέρι χέρι

  1. (κυριολεκτικά) κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου
  2. (μεταφορικά) μαζί, σε συνεργασία

Συγγενικά

  • χεράκι χεράκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.