χάρτωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάρτωμα τα χαρτώματα
      γενική του χαρτώματος των χαρτωμάτων
    αιτιατική το χάρτωμα τα χαρτώματα
     κλητική χάρτωμα χαρτώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χάρτωμα < χαρτώ(νω) + -μα

Ουσιαστικό

χάρτωμα ουδέτερο

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χαρτώνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.