φωνοσπασμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φωνοσπασμία | οι | φωνοσπασμίες |
| γενική | της | φωνοσπασμίας | των | φωνοσπασμιών |
| αιτιατική | τη | φωνοσπασμία | τις | φωνοσπασμίες |
| κλητική | φωνοσπασμία | φωνοσπασμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φωνοσπασμία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
φωνοσπασμία θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
φωνοσπασμία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.