φωνομετρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φωνομετρία | οι | φωνομετρίες |
| γενική | της | φωνομετρίας | των | φωνομετριών |
| αιτιατική | τη | φωνομετρία | τις | φωνομετρίες |
| κλητική | φωνομετρία | φωνομετρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φωνομετρία < φωνο- + -μετρία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
φωνομετρία θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
φωνομετρία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.