φωλίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φωλίτσα | οι | φωλίτσες |
| γενική | της | φωλίτσας | — | |
| αιτιατική | τη | φωλίτσα | τις | φωλίτσες |
| κλητική | φωλίτσα | φωλίτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φωλίτσα < υποκοριστικό της φωλιάς
Ουσιαστικό
φωλίτσα θηλυκό
- η μικρή φωλιά πτηνών
- τρυφερός χαρακτηρισμός του σπιτιού ή του αγαπημένου χώρου ατόμων
Μεταφράσεις
φωλίτσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.