φωλίτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωλίτσα οι φωλίτσες
      γενική της φωλίτσας
    αιτιατική τη φωλίτσα τις φωλίτσες
     κλητική φωλίτσα φωλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωλίτσα < υποκοριστικό της φωλιάς

Ουσιαστικό

φωλίτσα θηλυκό

  1. η μικρή φωλιά πτηνών
  2. τρυφερός χαρακτηρισμός του σπιτιού ή του αγαπημένου χώρου ατόμων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.