φυσιολάτρις

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυσιολάτρις οι φυσιολάτριδες
      γενική της φυσιολάτριδος
(φυσιολάτριδας)
των φυσιολατρίδων
(φυσιολάτριδων)
    αιτιατική τη φυσιολάτριδα τις φυσιολάτριδες
     κλητική φυσιολάτρι (φυσιολάτρις) φυσιολάτριδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική.
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυσιολάτρις < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φυσιολάτρις < φυσιολάτρης + κατάληξη θηλυκού

Ουσιαστικό

φυσιολάτρις, -ιδος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.