φυλλάριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φυλλάριο | τα | φυλλάρια |
| γενική | του | φυλλαρίου & φυλλάριου |
των | φυλλαρίων |
| αιτιατική | το | φυλλάριο | τα | φυλλάρια |
| κλητική | φυλλάριο | φυλλάρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Η τριανταφυλλιά έχει σύνθετο έλασμα ή φύλλο και έχει πολλά φυλλάρια
Ετυμολογία
- φυλλάριο < φύλλο
Ουσιαστικό
φυλλάριο ουδέτερο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.