φυγάδευσις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φυγάδευσις αἱ φυγαδεύσεις
      γενική τῆς φυγαδεύσεως τῶν φυγαδεύσεων
      δοτική τῇ φυγαδεύσει ταῖς φυγαδεύσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν φυγάδευσιν τὰς φυγαδεύσεις
     κλητική ! φυγάδευσι φυγαδεύσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυγάδευσις < φυγαδεύ(ω) + -σις

Ουσιαστικό

φυγάδευσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

  • φυγάδευμα
  • φυγαδευτήριος

 και δείτε τις λέξεις φυγάδας και φεύγω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.