φυγαδεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

φυγαδεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φυγαδεύω
  2. θα φυγαδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φυγαδεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

φυγαδεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φυγάδευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.