φρυδάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φρυδάς | οι | φρυδάδες |
| γενική | του | φρυδά | των | φρυδάδων |
| αιτιατική | τον | φρυδά | τους | φρυδάδες |
| κλητική | φρυδά | φρυδάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φρύδι
Μεταφράσεις
φρυδάς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.