φρενόπληκτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | φρενόπληκτος | τὸ | φρενόπληκτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | φρενοπλήκτου | τοῦ | φρενοπλήκτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | φρενοπλήκτῳ | τῷ | φρενοπλήκτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | φρενόπληκτον | τὸ | φρενόπληκτον | ||
| κλητική ὦ! | φρενόπληκτε | φρενόπληκτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | φρενόπληκτοι | τὰ | φρενόπληκτᾰ | ||
| γενική | τῶν | φρενοπλήκτων | τῶν | φρενοπλήκτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | φρενοπλήκτοις | τοῖς | φρενοπλήκτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | φρενοπλήκτους | τὰ | φρενόπληκτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | φρενόπληκτοι | φρενόπληκτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φρενοπλήκτω | τὼ | φρενοπλήκτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φρενοπλήκτοιν | τοῖν | φρενοπλήκτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- φρενόπληκτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φρενόπληκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.