φρενόπληκτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φρενόπληκτος τὸ φρενόπληκτον
      γενική τοῦ/τῆς φρενοπλήκτου τοῦ φρενοπλήκτου
      δοτική τῷ/τῇ φρενοπλήκτ τῷ φρενοπλήκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν φρενόπληκτον τὸ φρενόπληκτον
     κλητική ! φρενόπληκτε φρενόπληκτον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φρενόπληκτοι τὰ φρενόπληκτ
      γενική τῶν φρενοπλήκτων τῶν φρενοπλήκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς φρενοπλήκτοις τοῖς φρενοπλήκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φρενοπλήκτους τὰ φρενόπληκτ
     κλητική ! φρενόπληκτοι φρενόπληκτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φρενοπλήκτω τὼ φρενοπλήκτω
      γεν-δοτ τοῖν φρενοπλήκτοιν τοῖν φρενοπλήκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φρενόπληκτος < (φρήν) φρεν- + -ό- + -πληκτος (πλήττω / πλήσσω)

Επίθετο

φρενόπληκτος, -ος, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.