φουσάτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φουσάτο | τα | φουσάτα |
| γενική | του | φουσάτου | των | φουσάτων |
| αιτιατική | το | φουσάτο | τα | φουσάτα |
| κλητική | φουσάτο | φουσάτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φουσάτο < μεσαιωνική λέξη φουσᾶτον και φοσσᾶτον < από την υστερολατινική λέξη fossatum «στρατόπεδο, τάφρος»
Ουσιαστικό
φουσάτο ουδέτερο
- ασκέρι, μονάδα στρατού
- ※ Nα βρει ένα, τον καλύτερον απ' όλο το φουσάτο,ν' αρματωθεί, να ορδινιαστεί, να'ρθει στον κάμπον κάτω,να πολεμήσει με σπαθί, να τρέξει με κοντάρι (από τον Ερωτόκριτο)
- στρατόπεδο
- πλήθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.