φουσάτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φουσάτο τα φουσάτα
      γενική του φουσάτου των φουσάτων
    αιτιατική το φουσάτο τα φουσάτα
     κλητική φουσάτο φουσάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φουσάτο < μεσαιωνική λέξη φουσᾶτον και φοσσᾶτον < από την υστερολατινική λέξη fossatum «στρατόπεδο, τάφρος»

Ουσιαστικό

φουσάτο ουδέτερο

  1. ασκέρι, μονάδα στρατού
      Nα βρει ένα, τον καλύτερον απ' όλο το φουσάτο,ν' αρματωθεί, να ορδινιαστεί, να'ρθει στον κάμπον κάτω,να πολεμήσει με σπαθί, να τρέξει με κοντάρι (από τον Ερωτόκριτο)
  2. στρατόπεδο
  3. πλήθος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.