φουρό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φουρό < από τη γαλλική λέξη fourreau

Ουσιαστικό

φουρό ουδέτερο

  • φουσκωτό μεσοφόρι για νυφικά και τουαλέτες που άλλοτε συνήθιζαν και στην καθημερινότητά τους οι γυναίκες όταν το απαιτούσε η μόδα, ώστε να αποκτά όγκο η φούστα ή το κάτω μέρος του φορέματος και να δείχνει συνάμα λεπτότερη η μέση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.