φουντάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φουντάρισμα | τα | φουνταρίσματα |
| γενική | του | φουνταρίσματος | των | φουνταρισμάτων |
| αιτιατική | το | φουντάρισμα | τα | φουνταρίσματα |
| κλητική | φουντάρισμα | φουνταρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φουντάρισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του φουντάρω, η ενέργεια του φουντάρω, η πράξη του να ριχτεί κάτι στη θάλασσα για να βουλιάξει ή να ρίξει κάποιος τον εαυτό του για να αυτοκτονήσει
- αγκυροβόληση, το φουντάρισμα της άγκυρας
Μεταφράσεις
φουντάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.