φοροσαφάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φοροσαφάρι τα φοροσαφάρια
      γενική του φοροσαφαριού των φοροσαφαριών
    αιτιατική το φοροσαφάρι τα φοροσαφάρια
     κλητική φοροσαφάρι φοροσαφάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φοροσαφάρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

φοροσαφάρι ουδέτερο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.