φοινικόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| *φοινικόθρῐχ- φοινικότρῐχ- | |||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | φοινικόθριξ | οἱ/αἱ | φοινικότριχες | |
| γενική | τοῦ/τῆς | φοινικότριχος | τῶν | φοινικοτρίχων | |
| δοτική | τῷ/τῇ | φοινικότριχῐ | τοῖς/ταῖς | φοινικότριξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | φοινικότριχᾰ | τοὺς/τὰς | φοινικότριχᾰς | |
| κλητική ὦ! | φοινικόθριξ | φοινικότριχες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φοινικότριχε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | φοινικοτρίχοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- φοινικόθριξ < φοίνικ(ος) + -ό- + -θριξ
Ουσιαστικό
φοινικόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- που έχει πυροκόκκινο τρίχωμα (βρέθηκε σε έργο του Βακχυλίδη, αναφερόμενο σε αγελάδες)[1]
- ※ βόες φοινικότριχες (Bacchylides Lyricus [B.] v B.C. Ed. Sir R. C. Jebb, Cambridge 1905. Scolia, in POxy. 1361, 10.105 ή 11.105)
Πηγές
- φοινικόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
- Βακχυλίδης 10.105 σύμφωνα με LSJ ή 11.105 σύμφωνα με το Staffan Fogelmark, Studies in Pindar with Particular Reference to Paean VI and Nemean VII, 1972. Το κείμενο στο Bacchylides Lyricus [B.] v B.C. Ed. Sir R. C. Jebb, Cambridge 1905. Scolia, in POxy. 1361
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.