φοίτησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | φοίτησῐς | αἱ | φοιτήσεις |
| γενική | τῆς | φοιτήσεως | τῶν | φοιτήσεων |
| δοτική | τῇ | φοιτήσει | ταῖς | φοιτήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | φοίτησῐν | τὰς | φοιτήσεις |
| κλητική ὦ! | φοίτησῐ | φοιτήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φοιτήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φοιτησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φοίτησις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
φοίτησις θηλυκό
- το να συχνάζεις κάπου
- (ελληνιστική σημασία) η φοίτηση, το να πηγαίνεις σε σχολείο
Πηγές
- φοίτησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φοίτησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.