φοιτήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

φοιτήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φοιτώ
  2. θα φοιτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φοιτώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

φοιτήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φοίτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.