φοίνισσα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φοίνισσ αἱ φοίνισσαι
      γενική τῆς φοινίσσης τῶν φοινισσῶν
      δοτική τῇ φοινίσσ ταῖς φοινίσσαις
    αιτιατική τὴν φοίνισσᾰν τὰς φοινίσσᾱς
     κλητική ! φοίνισσ φοίνισσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φοινίσσ
γεν-δοτ τοῖν  φοινίσσαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φοίνισσα < φοῖνιξ + -ισσα

Ουσιαστικό

φοίνισσα θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.