φλόγωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φλόγωμα τα φλογώματα
      γενική του φλογώματος των φλογωμάτων
    αιτιατική το φλόγωμα τα φλογώματα
     κλητική φλόγωμα φλογώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φλόγωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

φλόγωμα ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.