φλιντζανάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φλιντζανάκι | τα | φλιντζανάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | φλιντζανάκι | τα | φλιντζανάκια |
| κλητική | φλιντζανάκι | φλιντζανάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φλιντζανάκι < ένρινη προφορά του φλιτζανάκι → δείτε τη λέξη φλιτζάνι
Ουσιαστικό
φλιντζανάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του φλιντζάνι, άλλη μορφή του φλιτζανάκι
- ※ Πέρασε ο πασατεμπάς με την άσπρη καθαρή ποδιά του, τον άσπρο σκούφο του, τ’ άσπρο καλαθάκι του και το άσπρο φλιντζανάκι με το χαρτί το πατικωμένο στον πάτο για να παίρνει λιγότερο πασατέμπο. Κάθε φλιντζανάκι κι ένα πενηνταράκι. (Ντίνος Δημόπουλος, Τα δελφινάκια του Αμβρακικού, 1988)
Μεταφράσεις
φλιντζανάκι
|
→ δείτε τη λέξη φλιτζανάκι |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.