πίτσι πίτσι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πίτσι πίτσι < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
πίτσι πίτσι
- φλερτ
- κατ΄ ιδίαν συζήτηση ερωτευμένων
- (σκωπτικά) η κατ΄ ιδίαν συζήτηση δημοσίων ανδρών, ιδίως πολιτικών αντιπάλων, που γίνεται μεν αντιληπτή αλλά δεν ανακοινώνεται το περιεχόμενο.
- * με μπλαμπλά και πίτσι πίτσι πας να ρίξεις το κορίτσι (στίχος παλαιού λαϊκού τραγουδιού)
Μεταφράσεις
πίτσι πίτσι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.