φλεξογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φλεξογραφία | οι | φλεξογραφίες |
| γενική | της | φλεξογραφίας | των | φλεξογραφιών |
| αιτιατική | τη | φλεξογραφία | τις | φλεξογραφίες |
| κλητική | φλεξογραφία | φλεξογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φλεξογραφία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
φλεξογραφία θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
φλεξογραφία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.