φιλοευρωπαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιλοευρωπαίος οι φιλοευρωπαίοι
      γενική του φιλοευρωπαίου των φιλοευρωπαίων
    αιτιατική τον φιλοευρωπαίο τους φιλοευρωπαίους
     κλητική φιλοευρωπαίε φιλοευρωπαίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλοευρωπαίος < φιλο- + Ευρωπαίος

Ουσιαστικό

φιλοευρωπαίος αρσενικό, (θηλυκό φιλοευρωπαία)

  1. ο ευρωπαϊστής, η ευρωπαΐστρια, αυτός που επιθυμεί ισχυρή την Ευρωπαϊκή Ένωση
  2. φίλος του ευρωπαϊκού πολιτισμού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.