φιλαδελφία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | φιλαδελφίᾱ | αἱ | φιλαδελφίαι |
| γενική | τῆς | φιλαδελφίᾱς | τῶν | φιλαδελφιῶν |
| δοτική | τῇ | φιλαδελφίᾳ | ταῖς | φιλαδελφίαις |
| αιτιατική | τὴν | φιλαδελφίᾱν | τὰς | φιλαδελφίᾱς |
| κλητική ὦ! | φιλαδελφίᾱ | φιλαδελφίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φιλαδελφίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φιλαδελφίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλαδελφία < αρχαία ελληνική φιλάδελφος < φίλος + ἀδελφός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.