φιλάρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιλάρας οι φιλάρες
      γενική του φιλάρα των φιλάρων
    αιτιατική τον φιλάρα τους φιλάρες
     κλητική φιλάρα φιλάρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλάρας < φίλ(ος) + -άρας

Ουσιαστικό

φιλάρας αρσενικό

  • (προσφώνηση, λαϊκότροπο, ανεπίσημο) φίλος
      «Γιάννη, Αδερφέ μου, Φιλάρα!» τον αγκάλιασε πασίχαρος με τα δρακόντεια χέρια του ο κουστουμαρισμένος κι απόλυτα αυτάρκης τώρα πια Πανάρετος. (Αλέξης Πάρνης, Ο άλλος Εμφύλιος, 2014 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.