φιδάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιδάρα οι φιδάρες
      γενική της φιδάρας
    αιτιατική τη φιδάρα τις φιδάρες
     κλητική φιδάρα φιδάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιδάρα < φίδι + -άρα

Ουσιαστικό

φιδάρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.