φιέστα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φιέστα | οι | φιέστες |
| γενική | της | φιέστας | των | (φιεστών) |
| αιτιατική | τη | φιέστα | τις | φιέστες |
| κλητική | φιέστα | φιέστες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιέστα < (άμεσο δάνειο) ιταλική festa
Ουσιαστικό
φιέστα θηλυκό
- πανηγυρικός εορτασμός με συμμετοχή πολύ κόσμου και διάφορες εκδηλώσεις
- (μειωτικό) εορταστική εκδήλωση που στοχεύει κυρίως στον εντυπωσιασμό του κοινού και όχι στην ουσία
- προεκλογική φιέστα
Μεταφράσεις
φιέστα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.