φιέστα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιέστα οι φιέστες
      γενική της φιέστας των (φιεστών)
    αιτιατική τη φιέστα τις φιέστες
     κλητική φιέστα φιέστες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιέστα < (άμεσο δάνειο) ιταλική festa

Ουσιαστικό

φιέστα θηλυκό

  1. πανηγυρικός εορτασμός με συμμετοχή πολύ κόσμου και διάφορες εκδηλώσεις
  2. (μειωτικό) εορταστική εκδήλωση που στοχεύει κυρίως στον εντυπωσιασμό του κοινού και όχι στην ουσία
    προεκλογική φιέστα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.