φθορίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φθορίτης | οι | φθορίτες |
| γενική | του | φθορίτη | των | φθοριτών |
| αιτιατική | τον | φθορίτη | τους | φθορίτες |
| κλητική | φθορίτη | φθορίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Φθορίτης
Ετυμολογία
- φθορίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
φθορίτης αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
φθορίτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.