φθογγογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φθογγογραφία οι φθογγογραφίες
      γενική της φθογγογραφίας των φθογγογραφιών
    αιτιατική τη φθογγογραφία τις φθογγογραφίες
     κλητική φθογγογραφία φθογγογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φθογγογραφία < φθόγγ(ος) + -ο- + -γραφία[1]

Ουσιαστικό

φθογγογραφία θηλυκό

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.