φευκτά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
φευκτά
<
φευκτός
+
-ά
Προφορά
ΔΦΑ
: /
fefˈkta
/
Επίρρημα
φευκτά
με
φευκτό
τρόπο
, με
δυνατότητα
αποφυγής
Αντώνυμα
άφευκτα
Συγγενικά
→
δείτε
τη
λέξη
φεύγω
Μεταφράσεις
φευκτά
αγγλικά
:
avoidably
(en)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φευκτά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
φευκτό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.