άφευκτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άφευκτα < άφευκτος +

Επίρρημα

άφευκτα

  1. (λόγιο) με άφευκτο τρόπο, χωρίς να μπορεί να τον αποφύγει κάποιος
  2. (λόγιο) οπωσδήποτε

Αντώνυμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

άφευκτα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.