φενακιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φενακιστής | οι | φενακιστές |
| γενική | του | φενακιστή | των | φενακιστών |
| αιτιατική | τον | φενακιστή | τους | φενακιστές |
| κλητική | φενακιστή | φενακιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φενακιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
φενακιστής αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
φενακιστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.