φεν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φεν < (λόγιο δάνειο) γερμανική Föhn < παλαιά άνω γερμανική phonno
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfen/
Ουσιαστικό
φεν αρσενικό άκλιτο
- (άνεμος) καταβάτης άνεμος που φέρει θερμό ρεύμα αέρα
- ※ Το φαινόμενο αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό στις βόρειες πλευρές των Άλπεων όταν πνέουν νότιοι άνεμοι. Αυτοί προκαλούν βροχές στην Ιταλία όσο ανέρχονται στις Άλπεις στη δε Γερμανία όπου κατέρχονται και πάλι πνέει θερμός και ξηρός άνεμος που ονομάζεται Φέν (Foehn).
Άνεμος τύπου φέν εμφανίζεται και στην Ελλάδα όπως π.χ. στις δυτικές ακτές της Πελοποννήσου όταν πνέουν ΝΑ άνεμοι, […]- Κολιτσικόπουλος, Ευριπίδης, et al. Εισαγωγή στη μετεωρολογία. Μια εκπαιδευτική προσέγγιση. Μέρος Α΄. Παιδαγωγική ομάδα του Κ.Π.Ε. Μακρινίτσας. Μακρινίτσα Πηλίου: Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, 2007. ISBN:978‑960‑98043‑5‑6 σελ. 36. (pdf @meteoclub.gr)
- ※ Το φαινόμενο αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό στις βόρειες πλευρές των Άλπεων όταν πνέουν νότιοι άνεμοι. Αυτοί προκαλούν βροχές στην Ιταλία όσο ανέρχονται στις Άλπεις στη δε Γερμανία όπου κατέρχονται και πάλι πνέει θερμός και ξηρός άνεμος που ονομάζεται Φέν (Foehn).
Αντώνυμα
- άνεμος τύπου «μπόρα» ψυχρός καταβατικός άνεμος (κατευθυντικό αντίθετο)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Καταβατικοί άνεμοι, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.