φεμιναζισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φεμιναζισμός οι φεμιναζισμοί
      γενική του φεμιναζισμού των φεμιναζισμών
    αιτιατική τον φεμιναζισμό τους φεμιναζισμούς
     κλητική φεμιναζισμέ φεμιναζισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φεμιναζισμός < φεμινισμός + ναζισμός

Ουσιαστικό

φεμιναζισμός αρσενικό

  • (νεολογισμός) προσβλητική λέξη που χρησιμοποιείται για να επικρίνει το φεμινιστικό κίνημα ή τα μέλη του για επιθετικό, αγωνιστικό, ριζοσπαστικό φεμινισμό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.