φαφούτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαφούτα | οι | φαφούτες |
| γενική | της | φαφούτας | των | φαφουτών |
| αιτιατική | τη | φαφούτα | τις | φαφούτες |
| κλητική | φαφούτα | φαφούτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
φαφούτα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.