φασιστόμουτρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φασιστόμουτρο | τα | φασιστόμουτρα |
| γενική | του | φασιστόμουτρου | των | φασιστόμουτρων |
| αιτιατική | το | φασιστόμουτρο | τα | φασιστόμουτρα |
| κλητική | φασιστόμουτρο | φασιστόμουτρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φασιστόμουτρο ουδέτερο
Μεταφράσεις
φασιστόμουτρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.