φαρμασονία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαρμασονία οι φαρμασονίες
      γενική της φαρμασονίας των φαρμασονιών
    αιτιατική τη φαρμασονία τις φαρμασονίες
     κλητική φαρμασονία φαρμασονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαρμασονία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

φαρμασονία θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.