φανταιζί
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φανταιζί < γαλλική fantaisie < αρχαία ελληνική φαντασία
Επίθετο
φανταιζί άκλιτο
- ο χτυπητός, ο εντυπωσιακός, ο φανταχτερός, αυτός που δεν είναι διακριτικός (για ρούχο, κόσμημα συνήθως ή για χρώματα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.