φαλαινάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φαλαινάκι τα φαλαινάκια
      γενική
    αιτιατική το φαλαινάκι τα φαλαινάκια
     κλητική φαλαινάκι φαλαινάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαλαινάκι < υποκοριστικό του φάλαινα

Ουσιαστικό

φαλαινάκι ουδέτερο

  • (θαλάσσιο θηλαστικό ζώο) μικρή φάλαινα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.