φαγᾶς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | φαγᾶς | ||||||
| γενική | τοῦ | φαγᾶ | ||||||
| δοτική | τῷ | φαγᾷ | ||||||
| αιτιατική | τὸν | φαγᾶν | ||||||
| κλητική ὦ! | φαγᾶ | |||||||
| ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'Μηνᾶς' όπως «Μηνᾶς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- φαγᾶς < φαγεῖν
Συγγενικά
- φαγεδών
- φαγέδαινα
- φαγῖλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.