φίλτρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φίλτρον τὰ φίλτρ
      γενική τοῦ φίλτρου τῶν φίλτρων
      δοτική τῷ φίλτρ τοῖς φίλτροις
    αιτιατική τὸ φίλτρον τὰ φίλτρ
     κλητική ! φίλτρον φίλτρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φίλτρω
γεν-δοτ τοῖν  φίλτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φίλτρον < φιλέω < φίλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰili- (αγαπητός)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

φίλτρον ουδέτερο

  1. μαγικό παρασκεύασμα, μαντζούνι για να προκαλέσεις τον έρωτα κάποιου ή γενικά για να πετύχεις κάτι
    φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος
    φίλτρα γάμου
  2. (μεταφορικά) αυτό που καταφέρνει με έμμεσο τρόπο κάτι δύσκολο, που δεν συνδέεται άμεσα μαζί του και μοιάζει άσχετο, οπότε η δράση του μοιάζει μαγική ενώ έχει λογική ερμηνεία
    τὴν γεωργίαν... εἰρήνης φίλτρον τοῖς πολίταις (γιατί η γεωργία είναι το καλύτερο μαγικό παρασκεύασμα για την ειρήνη <κάνει τους πολίτες να αγαπούν την ειρήνη εξηγεί πιο πάνω ο Πλούταρχος>)
  3. έρωτας
    οὐκ ἐπὶ θανάτῳ διδόναι [φάρμακον] ἀλλ᾽ ἐπὶ φίλτροις : δεν του το έδωσε για να προκαλέσει το θάνατό του, αλλά τον έρωτά του -Αντιφών)
  4. στοργή, τρυφερότητα, αγάπη, συμπόνια, η μεγάλη εύνοια
    τὸ πρὸς τὴν πατρίδα φίλτρον
    τὰ θεῶν δὲ φίλτρα φροῦδα Τροίᾳ (: χάθηκαν με μιας τώρα για την Τροία όσα έκανε γι αυτήν η αγάπη των θεών <στους οποίους αναφέρεται πριν διεξοδικά ο Ευριπίδης στις Τρωάδες>)

  • φίλητρον

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.