υφυπουργείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υφυπουργείο τα υφυπουργεία
      γενική του υφυπουργείου των υφυπουργείων
    αιτιατική το υφυπουργείο τα υφυπουργεία
     κλητική υφυπουργείο υφυπουργεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υφυπουργείο < υφυπουργός

Ουσιαστικό

υφυπουργείο ουδέτερο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.