υπόδερμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπόδερμα τα υποδέρματα
      γενική του υποδέρματος των υποδερμάτων
    αιτιατική το υπόδερμα τα υποδέρματα
     κλητική υπόδερμα υποδέρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπόδερμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

υπόδερμα ουδέτερο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.