υποστηριχτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποστηριχτής οι υποστηριχτές
      γενική του υποστηριχτή των υποστηριχτών
    αιτιατική τον υποστηριχτή τους υποστηριχτές
     κλητική υποστηριχτή υποστηριχτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποστηριχτής < υποστηρικτής

Ουσιαστικό

υποστηριχτής αρσενικό (θηλυκό: υποστηρίχτρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.