υποστέγασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποστέγασμα τα υποστεγάσματα
      γενική του υποστεγάσματος των υποστεγασμάτων
    αιτιατική το υποστέγασμα τα υποστεγάσματα
     κλητική υποστέγασμα υποστεγάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποστέγασμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

υποστέγασμα ουδέτερο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.