υπομονάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπομονάδα οι υπομονάδες
      γενική της υπομονάδας των υπομονάδων
    αιτιατική την υπομονάδα τις υπομονάδες
     κλητική υπομονάδα υπομονάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπομονάδα < υπο- + μονάδα

Ουσιαστικό

υπομονάδα θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.