υπολογίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπολογίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος υπολογίζω

Ρήμα

υπολογίζομαι

  1. λογαριάζομαι, με λογαριάζουν, με υπολογίζουν, με αποτιμούν,
    το χρέος υπολογίζεται στα ....δισεκατομμύρια ευρώ
    οι νεκροί από έμπολα υπολογίζονται στις 4.000 μέχρι στιγμής
    εκείνοι που χάνουν το δικαίωμα μετεγγραφής με τις τροποποιήσεις υπολογίζονται στους 10.000 πρωτοετείς φοιτητές
  2. (μεταφορικά) με εκτιμούν
    τον υπολογίζουν στο γραφείο, δεν τον έχουν στο περιθώριο

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.