λογαριάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λογαριάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος λογαριάζω

Ρήμα

λογαριάζομαι

  1. με λογαριάζουν, με υπολογίζουν, με αποτιμούν, με εκτιμούν είτε με ακριβεια είτε κατά προσέγγιση
  2. έρχομαι σε σύγκρουση, αναμετριέμαι
    θα λογαριαστούμε εμείς οι δυο

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.